- Μάκρ'
- Μάκρι , Μάκριςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μάκρ' — μάκραι , μάκρα bath tub fem nom/voc pl μάκρᾱͅ , μάκρα bath tub fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τραγικού ποιητή Αισχύλου (5ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται επίσης με τα ονόματα Ευβίων, Ευθίων και Βίων. 2. Μαθητής του Πλάτωνα από τη Λάμψακο (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ο Ε. θέλησε να γίνει τύραννος στην… … Dictionary of Greek
ζεστουλός — ο ελαφρώς ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. ουλός (πρβλ. μακρ ουλός, παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] … Dictionary of Greek
κερτομώ — κερτομῶ, έω (ΑΜ) κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῑν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ. β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῑν ἡμᾱς τόδ αὖθις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
κοντινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, σε μικρή απόσταση, γειτονικός, διπλανός («έβαλαν φωτιά στο κοντινό δάσος») 2. σύντομος («από το μονοπάτι είναι πιο κοντινή η απόσταση») 3. προσεχής, επικείμενος 4. αυτός με τον οποίο έχει κάποιος στενές σχέσεις … Dictionary of Greek
κόντος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) κόντος, ὁ (Μ) κόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte]. (II) κόντος, ὁ (Μ)… … Dictionary of Greek
μάκροψις — μάκροψις, εως, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριά όψη, μακρύ πρόσωπο, μακροπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ὄψις (πρβλ. μίκροψις)] … Dictionary of Greek